- συννέφελος
- -ον, Ασκεπασμένος με σύννεφα (α. «συννέφελος ἀήρ», Πολυδ.β. «τὰ ἐκ τοῡ οὐρανοῡ συννεφελα ὄντα», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. υπο-νέφελος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συννέφελος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννέφελον — συννέφελος masc/fem acc sg συννέφελος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννέφελα — συννέφελος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek
ξυννέφελα — συννέφελα , συννέφελος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)